- ἐπιδόσει
- ἐπίδοσιςfree givingfem nom/voc/acc dual (attic epic)ἐπιδόσεϊ , ἐπίδοσιςfree givingfem dat sg (epic)ἐπίδοσιςfree givingfem dat sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπλημμυρώ — έω, Α γεμίζω εντελώς με κάτι («τῆς χορηγίας... τῇ επιδόσει συμπλημμυρούσης», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πλημμυρῶ (< πλημμυρίς «πλημμύρα»)] … Dictionary of Greek